μυρίανδρος

μυρίανδρος
μῡρίανδρος , μυρίανδρος
containing
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μυρίανδρος — μυρίανδρος, ον (Α) 1. αυτός που περιλαμβάνει δέκα χιλιάδες άνδρες ή κατοίκους 2. (για πόλη) αυτός που έχει μεγάλο πλήθος κατοίκων, ο πολυπληθής, ο πολυάνθρωπος («κατεσκεύαζε δὲ τὴν πόλιν τῷ πλήθει μὲν μυρίανδρον», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) …   Dictionary of Greek

  • μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή …   Dictionary of Greek

  • μυρίανδρον — μῡρίανδρον , μυρίανδρος containing masc/fem acc sg μῡρίανδρον , μυρίανδρος containing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …   Dictionary of Greek

  • μυριανδρία — μυριανδρία, ἡ (Μ) [μυρίανδρος] δέκα χιλιάδες άνδρες, μυριάδα ανδρών …   Dictionary of Greek

  • μυριανδρούμαι — μυριανδροῡμαι, έομαι (Μ) [μυρίανδρος] (για πόλη) κατοικούμαι από μυριάδες άντρες, έχω μεγάλο πληθυσμό …   Dictionary of Greek

  • πολύανδρος — Πύλη της Βυζαντινής Κωνσταντινούπολης. Από τον Κεράτιο προς την Προποντίδα, ήταν η όγδοη στη σειρά πύλη των τειχών της Βυζαντινής πρωτεύουσας, μετά από εκείνες των Βλαχερνών, της Γυρολίμνης, της Καλιγαρίας, της Porta Regia, των Χαρισίου, του… …   Dictionary of Greek

  • μυριάνδροις — μῡριάνδροις , μυρίανδρος containing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυριάνδρου — μῡριάνδρου , μυρίανδρος containing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυριάνδρους — μῡριάνδρους , μυρίανδρος containing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”